- ταχτάρισμα
- Είδος νανουρίσματος. Το τ. είναι τραγούδι με το οποίο οι μητέρες χορεύουν με τα χέρια τα μωρά τους. Τα τ. μοιάζουν ως προς το περιεχόμενο με τα νανουρίσματα, έχουν όμως ζωηρότερο ρυθμό, ανάλογο με τις χορευτικές κινήσεις.
* * *το, Ν [ταχταρίζω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταχταρίζω2. στον πληθ. τα ταχταρίσματατραγουδάκια σε ζωηρό και ρυθμικό τόνο τα οποία λένε οι μητέρες χορεύοντας στα χέρια τους το νήπιο.
Dictionary of Greek. 2013.